Η πανδημία ως πρόκληση για την κοινωνία και το σύστημα υγείας

Του Στάθη Γιαννακόπουλου
Διευθυντής ΕΣΥ Κ.Υ. Ν. Μηχανιώνας, Γενικός Ιατρός
Διδάκτορας Ιατρικής σχολής ΑΠΘ.
Διπλ. Επιδημιολογίας στο London school of Hygiene and tropical medicine

Η νόσος του COVID-19 δεν «είναι μια γρίπη» και η θνητότητά της είναι πολλαπλάσια της γρίπης.
Στην Ελλάδα κάθε χρόνο πεθαίνουν κατά μέσο όρο 100 άνθρωποι από γρίπη, ενώ από Covid-19 έχουν πεθάνει πάνω από 11000 συμπολίτες μας. Παρά τις μεγάλες προσπάθειες, δεν έχουν βρεθεί ακόμη αποτελεσματικές θεραπείες για όσους νοσούν βαριά.
Μέχρι σήμερα, η πρόληψη της μετάδοσης μέσω των μέτρων Δημόσιας υγείας και ο εμβολιασμός αποτελούν την πιο αποτελεσματική απάντηση.
Παρά την τεράστια προσπάθεια που έγινε για την ανάπτυξη αποτελεσματικών εμβολίων, η οποία είχε εξαιρετικά αποτελέσματα, πολλά ακόμη θα εξαρτηθούν από τον πόλεμο των οικονομικών κολοσσών για το ποιος θα κυριαρχήσει στην αγορά του εμβολίου.
Παρά το ότι ο Παγκόσμιος οργανισμός υγείας, επιστήμονες και πολιτικοί σε όλο τον κόσμο έκαναν πολλές φορές έκκληση να υπάρξει συμφωνία σε διεθνές επίπεδο για τις προτεραιότητες στον εμβολιασμό και για να μην υπάρξει πατέντα για το εμβόλιο, τα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση είναι δειλά.
Από την άλλη, τα μέτρα κοινωνικής απομόνωσης είναι δύσκολο να εφαρμοστούν, προκαλούν οικονομικά, κοινωνικά και ψυχολογικά προβλήματα και δεν είναι κοινωνικά και πολιτικά αθώα: επηρεάζονται από τις κοινωνικές ανισότητες, π.χ. αν κάποιος έχει επαρκές εισόδημα όταν πάψει να εργάζεται, αν συνωστίζεται στα μέσα μαζικής μεταφοράς ή έχει δικό του αμάξι, αν το σπίτι του είναι ευρύχωρο ώστε να μπορεί να απομονωθεί αν αρρωστήσει κλπ.
Η διαχείριση της πανδημίας στην Ελλάδα γίνεται από την Πολιτική προστασία και όχι τις υπηρεσίες δημόσιας υγείας.
Έτσι, τα όποια μέτρα πάρθηκαν έχουν καθαρά περιοριστικό χαρακτήρα (οριζόντιο lock-down) και δε βασίζονται σε στοιχεία που συλλέγονται από επιστήμονες και εφαρμόζονται διαφορετικά, ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες.
Μετά από σχεδόν 6 μήνες αυστηρών περιορισμών οι πολίτες δεν πίστευαν πια στα μέτρα ώστε να τα εφαρμόσουν, οι παρεμβάσεις στους χώρους που γίνεται κυρίως η μετάδοση (μέσα μαζικής μεταφοράς, εργασιακοί χώροι με πολλούς εργαζόμενους) ήταν ανύπαρκτες και τα μηνύματα αγωγής υγείας που θα έπειθαν τον πληθυσμό να συνεργαστεί, ελάχιστα.
Στον τομέα της επιδημιολογικής επιτήρησης, οι δράσεις της πολιτείας, μέχρι και τις αρχές του 2021, ήταν αναιμικές. Εκτός από την καταγραφή των κρουσμάτων, των νοσηλειών και των θανάτων ανά γεωγραφική περιοχή, δεν υπήρχε συνεπής, συνεχής και επαρκής επιδημιολογική επιτήρηση.
Η ιχνηλάτηση των επαφών των ασθενών γινόταν ελλιπώς, από 200 περίπου άτομα (αντί για 3000 που χρειάζονταν), με αποτέλεσμα να μη μπαίνει φραγμός στην μετάδοση του ιού στο άμεσο κοινωνικό περιβάλλον. Η χώρα μας δεν τροφοδοτούσε επαρκώς με κρίσιμα στοιχεία τους διεθνείς οργανισμούς (ECDC, WHO), όπως φαίνεται από τους σχετικούς πίνακες.
Αλλά και στον τομέα της περίθαλψης τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα. Οι προσλήψεις που έγιναν είναι λίγο περισσότερες από τις αποχωρήσεις προσωπικού, οι εργαζόμενοι αντιμετώπισαν δύο καταστροφικά και θανατηφόρα κύματα με τεράστιο κόπο και δυσκολία, ενώ στην κορύφωση των εξάρσεων (ειδικά του Νοεμβρίου στη Βόρεια Ελλάδα) η μεγάλη πλειοψηφία των θανάτων συνέβαινε εκτός ΜΕΘ, σημάδι ότι παρά τις προειδοποιήσεις δεν έγινε τίποτα για να υπάρξει επάρκεια σε αυτό τον κρίσιμο τομέα.
Ο ερχομός των εμβολίων αντιμετωπίστηκε στις αρχές του χρόνου σαν την επικείμενη σωτηρία, παρά τις προειδοποιήσεις των ειδικών ότι θα χρειαστούν ακόμη πολλοί μήνες δουλειάς μέχρι να αποδώσουν το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Οι γραφειοκρατικές αγκυλώσεις της Ε.Ε και τα παιχνίδια εξουσίας των μεγάλων φαρμακευτικών εταιριών οδήγησαν σε περιορισμένη διαθεσιμότητα εμβολίων, ενώ η επιμονή των Ελληνικών αρχών να εφαρμόσουν το σχέδιο εμβολιασμού με τους ίδιους, λίγους, εξουθενωμένους και εξαθλιωμένους υγειονομικούς οδηγεί σε παράταση της δραματικής κατάστασης, χαμηλούς ρυθμούς εμβολιασμού και αργή υποχώρηση των δεικτών νόσησης.
Το δίδαγμα από τη μέχρι τώρα πορεία της καταστροφικής πανδημίας είναι ότι χρειάζεται ένα εύρωστο, επαρκώς στελεχωμένο και εξοπλισμένο Δημόσιο σύστημα υγείας, που μαζί με τις υπηρεσίες επιδημιολογικής επιτήρησης θα μπορεί να  ανταποκρίνεται έγκαιρα και αποτελεσματικά σε παρόμοιες προκλήσεις.

Σχετικά Άρθρα